- ριζονευρίτιδα
- ηή ριζίτιδα, η (ιατρ.), φλεγμονή των ριζών των νωτιαίων νεύρων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ριζονευρίτιδα — η, Ν ιατρ. ριζαλγία … Dictionary of Greek